σμηνουργία

σμηνουργία
η роение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σμηνουργία" в других словарях:

  • σμηνουργία — σμηνουργίᾱ , σμηνουργία beekeeping fem nom/voc/acc dual σμηνουργίᾱ , σμηνουργία beekeeping fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηνουργία — η, ΝΑ [σμηνουργός] νεοελλ. πολλαπλασιασμός τών αποικιών τών μελισσών με τη μετανάστευση τμήματος τού πληθυσμού μιας κυψέλης και τη δημιουργία νέας αρχ. μελισσουργία, μελισσοκομία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»